συνεκδρομή

συνεκδρομή
ἡ, ΜΑ
1. η από κοινού εξόρμηση, έφοδος
2. μτφ. (για λέξεις) αναλογία, ομοιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκδρομή «εξόρμηση, μετάβαση». Η λ. αποτελεί εκφραστικό τής ρημ. ενέργειας τού ρ. συνεκτρέχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνεκδρομῇ — συνεκδρομή running out together fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδρομή — running out together fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδρομήν — συνεκδρομή running out together fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεκδρομικώς — Α επίρρ. 1. κατ αναλογία 2. κατά προσέγγιση 3. συνεκδοχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκδρομή «αναλογία» + επιρρμ. κατάλ. ικῶς μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. *συνεκδρομικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”